γυρεύω

γυρεύω
και γυρεύγω (AM γυρεύω) [γυρός]
διαγράφω κύκλο τρέχοντας
μσν.- νεοελλ.
τριγυρίζω ψάχνοντας
νεοελλ.
1. επιζητώ, αναζητώ
2. επιδιώκω κάτι
3. εξετάζω, ερευνώ
4. φροντίζω, ενδιαφέρομαι
5. φρ. α) «γυρεύω φυρί, φυρί» — αναζητώ επίμονα
β) «γυρεύω ψύλλους στ' άχυρα» ή «τρέχα γύρευε» — αναζητώ μάτια
γ) «στον ουρανό τό γύρευα και στη γη τό βρήκα» — βρήκα κάτι εντελώς απροσδόκητα
δ) «τί γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;» — βρίσκεται κάποιος απερίσκεπτα εκεί που δεν πρέπει
μσν.
1. περιοδεύω
2. γυρίζω πίσω, επιστρέφω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γυρεύω — γυρεύω, γύρεψα βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: γυρεύω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρεται και παθητική φωνή, χωρίς αυτό να μπορεί να αιτιολογηθεί από τις έννοιες του ρήματος …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γυρεύω — γῡρεύω , γυρεύω run round in a circle pres subj act 1st sg γῡρεύω , γυρεύω run round in a circle pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυρεύω — γύρεψα, γυρεμένος 1. ψάχνω, αναζητώ: Τον γύρεψε παντού αλλά δεν τον βρήκε. 2. ζητιανεύω: Γυρίζει στους δρόμους και γυρεύει. 3. επιδιώκω, επιζητώ: Γυρεύει μπλεξίματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυρεύετε — γῡρεύετε , γυρεύω run round in a circle pres imperat act 2nd pl γῡρεύετε , γυρεύω run round in a circle pres ind act 2nd pl γῡρεύετε , γυρεύω run round in a circle imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυρεύσει — γῡρεύσει , γυρεύω run round in a circle aor subj act 3rd sg (epic) γῡρεύσει , γυρεύω run round in a circle fut ind mid 2nd sg γῡρεύσει , γυρεύω run round in a circle fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιγυρεύω — MA μσν. γυρεύω ολόγυρα αρχ. κατασκευάζω τάφρο γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γυρεύω (< γῦρος)] …   Dictionary of Greek

  • γυρευόντων — γῡρευόντων , γυρεύω run round in a circle pres part act masc/neut gen pl γῡρευόντων , γυρεύω run round in a circle pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυρεύει — γῡρεύει , γυρεύω run round in a circle pres ind mp 2nd sg γῡρεύει , γυρεύω run round in a circle pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυρεύομεν — γῡρεύομεν , γυρεύω run round in a circle pres ind act 1st pl γῡρεύομεν , γυρεύω run round in a circle imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεγύρευον — διεγύ̱ρευον , διά γυρεύω run round in a circle imperf ind act 3rd pl διεγύ̱ρευον , διά γυρεύω run round in a circle imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”